Απ' τον Αττίκ στον Γούναρη
Σάββατο 30 Απριλίου 2011
Μιχάλης Σουγιούλ
(Σουγιουλτζόγλου. Αϊδίνι 1900 ή το σωστό 1901, κατά Δραγουμάνο: 1906 - Αθήνα 1958). Διακεκριμένος και δημοφιλέστατος συνθέτης ελαφράς μουσικής, από τους πιο ταλαντούχους της γενιάς του («Είμαστε όλοι μαθητές του Σουγιούλ» είπε κάποτε ο Μ. Θεοδωράκης...). Καταγόταν από εύπορη οικογένεια δερματεμπόρων. Ήρθε οικογενειακώς στην Ελλάδα το 1920. Πήρε τα πρώτα μουσικά μαθήματα από την αδελφή του και έκανε ορισμένα μαθήματα θεωρητικών με τον Μ. Βάρβογλη, όμως σε γενικές γραμμές δέον να θεωρείται ως αυτοδίδακτος. Έπαιζε ακκορντεόν και με την παρέα του (που τη μετασχημάτισε σε ορχήστρα!) άρχισε μετά το 1925 να εμφανίζεται σε ταβέρνες, «βαριετέ» («Όαση» Ζαππείου, «Αλκαζάρ» του Λάσκου, κ.λπ.) και κοσμικά Κέντρα («Κομπαρσίτα», «Πεταλούδα» --στο οποίο συμμετείχε και ως επιχειρηματίας κ.λπ.). Στη δεκαετία του 1930 μετέσχε και στην Ορχ. του Εντ. Μπιάνκο, παίζοντας μπαντονεόν. Πολυγραφότατος, συνέθεσε τη μουσική 45 επιθεωρήσεων («Γαλάζιος Ουρανός», «Άνθρωποι, Άνθρωποι»: 1948, κ.λπ.) και πολλών κινηματογραφικών ταινιών («Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν» 1951 --με το περίφημο τραγούδι του «Άστα τα μαλλάκια σου», «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Το Σωφεράκι» (1953), «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Εισπρακτοράκι» (1958), «Γλέντι, λεφτά κι αγάπη» (1955, με τον Γ. Μητσάκη). Επίσης κατέλιπε περί τα 200 ελαφρά τραγούδια, που ερμηνεύτηκαν από μεγάλα «ονόματα» της εποχής (τη Σ. Βέμπο, που το 1943 πρωτοηχογράφησε τραγούδι του: «Κάτι με τραβά κοντά σου», κ.ά.) και τα περισσότερα έγιναν πανελλήνια "σουξέ". Λένε ότι έγραφε μουσική με ταχύτητα αντιγραφέα, για να μπορεί να προλάβει τις καλλιτεχνικές του υποχρεώσεις. Μειλίχιος, ευγενής και εργατικότατος, τα μεν βράδυα έπαιζε ακκορντεόν (ώς το πρωΐ) στα κοσμικά αθηναϊκά κέντρα, τα δε πρωινά αγωνιζόταν να προλάβει τα πάντα...(θέατρα, κινηματογράφους, ραδιόφωνο, δισκογραφία). Επίσης, άφησε εποχή με τις γαστριμαργικές του επιδόσεις! Παραθέτουμε τα γνωστότερα τραγούδια του: «Φεύγει ο χρόνος, κυλά» (1933), "Κάτι με τραβάει κοντά σου" (1937), "Zεχρά" (1938, κατόπιν στον ίδιο σκοπό το εθνεγερτικό: "Παιδιά της Ελλάδος παιδιά"), "Για ’μάς κελαϊδούν τα πουλιά" (1939), «Η ζήλεια του κόσμου» (1939) "Ας ερχόσουν για λίγο", "Όλοι στο γλέντι" (1939), "Πού νά ’σαι τώρα;", "Tα μελιτζανιά", "Αναστασιά", «Ξενητειά» (1948), «Κοίτα κορμί» (1948), "Αυτά τα μάτια κάπου τά ’χω ξαναδεί", "Μπιρμπίλω" (1948), "Αν δεν είχα κι εσένα τί θα γινόμουνα" (1949), "Βρε ντουνιά", "Μπέμπα", "Θα καθόμουνα πλάι σου", «Η σα-η σα-η σάμπα» (1950), «Τώρα στο λέω σ’ αγαπώ» (1950), «Μ’ έκαψες, μ’ έκαψες» (1951), "Ένας κορίτσαρος", "Τέτοια μάτια γαλανά", "Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα" ("Το κορίτσι θέλει θάλασσα", 1951), "Το τραγούδι που σού ’γραφα" (1951), "Βρε, πώς μπατηρήσαμε", "Άρχισαν τα όργανα", "Θα γυρίσει και ο τροχός", "Ζητώ μια αγάπη" (1952), "Πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι", «Του Γιάννου η φλογέρα» (1952), "Άλα! Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα", "Άσε τον παλιόκοσμο να λέει", "Το αγόρι μου έφυγε", "Ο μήνας έχει εννιά" (1953), "Γιατί πιο πριν να μη σ’ έχω γνωρίσει" (1953), "Όλα ρημάδια", "Μάτια μου μαύρα μου", "Αθήνα και πάλι Αθήνα" (1953), "Κοπάνα το, κοπάνα το", "Δεν ξαναπίνω", "Αν ήμουνα Θεός", "Το τελευταίο τραμ", "Χαράμι", "Απονιά θα πει γυναίκα" (1954), "Έλα να νυχτομπερμπαντέψουμε", "Μονά ζυγά", "Μ’ αρέσει τραγούδια να σου λέω» (1938)", "Φεριχά", "Λίγες καρδιές σ' αγαπούνε", "Ήτανε όνειρο η αγάπη μας" (με Θ. Παπαδόπουλο), "Απόψε μελαγχόλησα", "Μας χωρίζει ο πόλεμος", "Δεν θέλω", "Ο κόσμος έγινε για μας" , "Η ώρα ειναι τρεισήμισι", "Θά ’θελα λίγο πριν πεθάνω", "Την Κυριακή παντρεύεται", "T’ αγόρι θέλει προίκα", "Αγάπη τί θα πει", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Κάτι που το λεν’ γαλήνη", "Ώς πότε θα μου λείπεις", "Το πρώτο φιλί", «Πώς μπερδεύτηκα», "Έρωτα εσύ μοιραίε", "Κι έτσι πήγε χαμένο το βράδυ", "Τα παιδιά μας τ’ αρπάξαν", "Γιατί δακρύζεις", "Σβύστε με απ' το χάρτη", "Βρέχει, βρέχει", "Αχ, να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά", "Γιατί μου τη θυμίσατε, γιατί;", "Το μικρό το μουράγιο", «Το χαστούκι» (1958), «Θα σε κάνω σύντροφό μου», «Μην ξεχνάς», «Μ’ αγαπάς, δεν μ’ αγαπάς», «Βεργολυγερή», «Αν δεν σε γνώριζα», κ.λπ. Το μεγαλύτερο ποσοστό των "σουξέ" του Σουγιούλ προέρχεται από την επιθεώρηση. Έκανε επίσης πλήθος διασκευές από παλιές καντάδες, όπως το: "Ας χαμηλώναν τα βουνά" («Γιαλο-γιαλό πηγαίναμε»), "Μίαν μόνην ποθώ και λατρεύω", "Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι", κ.λπ. Τραγούδια του ακούγονται στους LP δίσκους: «Παλιά τραγούδια του Μ. Σουγιούλ» (1966, ανατύπωση το 1982), «Άρχισαν τα όργανα» (1984, ανατύπωση το 1993), «Μ. Σουγιούλ: Αφιέρωμα» (1984), «Μ. Σουγιούλ: <Παλλάς ’92>» (1993, με τη Χορωδία Μαρκοπούλου υπό τον Διον. Αποστολάτο), «Η μελωδία της νοσταλγίας» (1995), κ.λπ. Πέθανε στις 16 Οκτωβρίου του 1958 (από δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο) την ημέρα των προγραμματισμένων εγκαινίων του Κέντρου του «Πεταλούδα».
Πηγή: http://www.musipedia.gr\
Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου)
Υπήρξε συνθέτης και στιχουργός ελαφρών τραγουδιών (που τα ερμήνευε ο ίδιος: "chansonnier"), πιανίστας, και σκηνικός παρουσιαστής ("animateur"). Ήταν αναμφίβολα, ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός της προπολεμικής Εποχής.
Σπουδές
Γόνος πλούσιας οικογένειας Αιγυπτιωτών, τέλειωσε γύρω στο 1900 το Εθνικό Λύκειο Αθηνών και στη συνέχεια το Παν/μιο Αθηνών (Νομική), με σκοπό να ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο. Παράλληλα έκανε μαθήματα φλάουτου, με τον Ν. Κουλούκη στο Ωδείο Αθηνών (εγγράφηκε το 1902 και μάλιστα, το 1904, τιμήθηκε με Α΄ Έπαινο). Το 1907 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να συνεχίσει νομικές σπουδές, όμως γράφτηκε στο εκεί Ωδείο (μαθητής στα θεωρητικά των Εμίλ Πεσάρ και Καμίγ(ι) Σαιν-Σάνς) και τελικά τον απορρόφησε η ελαφρά μουσική και το θέατρο.Σταδιοδρομία στο εξωτερικό
Έτσι, εργάστηκε ως ηθοποιός - "κονφερανσιέ", ενώ παράλληλα συνέθεσε 300 περίπου ελαφρά τραγουδια (πολλά από τα οποία σώζονται στο αρχείο της Δανάης Στρατηγοπούλου]]). Λέγεται ότι "ντεμπουτάρησε" το 1910 σε ένα "ταμπαρέν" (κάτι μεταξύ "καφέ-σαντάν" και "καμπαρέ") με το τραγούδι του "Malgré tout" ("Παρ' όλα αυτά"). Τα τραγούδια του άρεσαν στους Γάλλους, τυπώθηκαν στο Παρίσι και τραγουδήθηκαν από μεγάλες "βεντέτες" της εποχής (τον Μαγιόλ, τον Φραξόν, τη Μιστεγκέτ, τον Ντιζόν, κ.ά.). Mετέχοντας σε διάφορα συγκροτήματα περιόδευσε χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αφρικής. To 1915 έδωσε 5 "μουσικές εσπερίδες" στη Θεσ/νίκη (Θέατρο Λευκού Πύργου) με την παρουσία των πριγκίπων Νικολάου και Χριστοφόρου. Το 1920-21 περιόδευσε στη Νότια Αμερική, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, καταλήγοντας στην Πόλη. Εκείνη την εποχή μάλιστα, ως θερμός «βενιζελικός», έγραψε και το τραγούδι «Η μετανοιωμένη», υπαινισσόμενος την Ελλάδα που καταψήφισε τον Εθνάρχη στις εκλογές του 1920 («Έλα γλυκέ μου τύραννε, ξανατυράννησέ με, από το χέρι πάρε με, στην Πόλη πήγαινέ με. Μ' εσένα ζούσε αρχόντισσα και τώρα είμαι ζητιάνα, για δες με πώς κατάντησα, δεν με λυπάσαι πια; Την αγκαλιά σου άνοιξε, να βρω παρηγοριά»...).Επιστροφή στην Αθήνα
Το 1926 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1928 σχημάτισε με τα αδέλφια του Κίμωνα και Κορίννα, το "Τρίο Τριανταφύλλου", που για λίγο διάστημα πρόσφερε ελαφρά μουσική ποιότητας. Ωσπου, το 1930/31, κατάρτισε συγκρότημα (σε συνεργασία με τους Δ. Ευαγγελίδη, Βώττη και Παντελή Χόρν) εμφανιζόμενος στο προσωπικό του "σόου" που έμεινε στην Ιστορία (...τόπος, παράσταση και συμμετέχοντες) ως "[[Μάντρα|Μάντρα]] του Αττίκ" (λειτούργησε ώς την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου σε διάφορους χώρους περί την οδό Φωκίωνος Νέγρη: υπαίθριο θέατρο της οδού Μεθώνης, υπαίθριο θέατρο "Δελφοί" οδού Αχαρνών και από το 1938, στην ταβέρνα "Μονμάρτρη"). Μέσα από τη "Μάντρα" του (που υπήρξε αναμφίβολα η πρώτη αθηναϊκή μπουάτ..., δημιουργώντας "Σχολή") αναδείχτηκαν πολλές διασημότητες της νεότερης ελληνικής τέχνης: ο Ν. Μοσχονάς, ο Ορέστης Λάσκος, ο Μίμης Τραϊφόρος, η "Καλή Καλό", η Πάολα, ο Κ. Μπέζος, η Μπέμπα Δόξα, η Δανάη, η Κάκια Μένδρη, η Νινή Ζαχά, η Kαίτη Ντιριντάουα, ο Τάσος Βάμπαρης, η Λουΐζα Ποζέλι, ο μίμος Ζαζάς (με μπόι 2 μέτρα), ο Σταθόπουλος και προ πάντων, νέα φωνητικά ταλέντα όπως: η Μιτσούκο, ο Θάνος, η Ζωή Νάχη, η Αρία, η Ζανίνα, η Νίτσα Μόλλυ, η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, η Καίτη Επισκόπου, ο Βάσος Σεϊτανίδης, ο Τόνυ Ράις, ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Πύρπασος, η Κίτυ Άλμα, η Ντόλυ Φλίσκο, η Ρίτα Δημητρίου, ο Κορώνης, και πολλοί άλλοι. Η "[[Μάντρα|Μάντρα]]" κατά τους χειμωνιάτικους μήνες περιόδευε σε επαρχιακά κέντρα (ή την Αίγυπτο), ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο του 1936 συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Μπιάνκο και εμφανίστηκε στο θέατρο "Αλίκης".Συνθέσεις
Ο "Αττίκ" στη διάρκεια της "αθηναϊκής" του περιόδου συνέθεσε γύρω στα 200 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες και τραγουδιούνται ώς σήμερα: "Τα καημένα τα νιάτα", "Αν βγουν αλήθεια", "Παπαρούνα", "Να ζει κανείς", "Τρεχαντήρι", "Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες", "Το οργανάκι", "Είδα μάτια πολλά", "Θαρρώ", "Έρημος, βαρύς και μόνος" (ή "Ο διαβάτης της ζωής"), "Ζητάτε να σας πω", "Τόσοι σού 'παν σ' αγαπώ", "Φαληράκι", "Το χρήμα", "Τί να την κάμω την ομορφιά σου", "Κι όμως" (1935), "Ειν' η αγάπη χίμαιρα" (1937), "Όταν σημάνει η ώρα", "Ακου Νανέτα", "Χωρίς εσένα το μυαλό μου αργεί", "Σερενάδα", "Κι αν μετανοιώσωμε", "Άδικα πήγαν τα νιάτα μου", "Παλιό βαλσάκι", "Ρώτα την καρδιά σου, ρώτα", "Της μιας δραχμής τα γιασεμιά", "Ας αλλάξουμε ομιλία", «Είναι αγάπες που ξεχνιώνται», «Μη μ' αγαπάς, δεν σ' το ζητώ ποτέ», "Xαβάγια", "Μυστήριο η γυναίκα", "Κατινιώ", "Ναι είν' αγάπες όπου σβήνουν", "Καινούργιο τραγούδι", "`Oταν μια αγάπη που νομίζαμε αιωνία", "Γιατί μεθώ", «Μια γωνίτσα», "Kάθε αγάπη", "Mην κλαις", "Xωρίς φιλί", "Τα τελευταία γιασεμιά", "Γιατί μεθώ", "Να της πεις", "Ακόμα ένα ταγκό", "Και τί μ΄αυτό;", "Το φαρμάκι", "Στερνή βαρκάδα", "Τί περίφημος καιρός", "Από μέσα πεθαμένος", "Το Μεράκι", "Μάργα, Μαργαρώ", "Στυμμένο το σταφύλι", «Πώς άλλαξ' ο κόσμος», «Σ' αγαπώ», κ.λπ. Επίσης τα κωμικά τραγούδια: "Ο Δημητράκης" ("Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη"), "Άλλαξ' ο κόσμος", "Αλήθεια σου το λέω", "Περσεφόνη", "Ο περιπλανωμένος Ιουδαίος", κ.λπ. Μεγάλο μέρος των τραγουδιών του μπορεί να δεχτεί το χαρακτηρισμό της "μπαλάντας". Συνέθεσε επίσης μουσική σε επιθεωρήσεις ("Περί Ψυρρή", "Κινηματογράφος", "Μάρε Νόστρουμ"), σε οπερέτες ("Τι είναι ο έρως", "Αφροδίτη της Μήλου") και σε δράματα ("Γιατί μεθώ"). Τέλος πρωταγωνίστησε στην ταινία "Τα χειροκροτήματα", του Γ. Τζαβέλλα (1944), που τον βιογράφησε. Αυτοκτόνησε τον Αύγουστο του 1944 πίνοντας ένα μπουκάλι "βερονάλ", αλλά ο ιατροδικαστής χαρακτήρισε το θάνατό του "δυστύχημα", αποδίδοντάς τον σε "οξεία δηλητηρίαση δια βερονάλης". (Η αλήθεια είναι ότι κάθε βράδυ ο "Αττίκ" έπινε "βερονάλ", γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί...). Υπάρχει και η εκδοχή ότι εκείνες τις μέρες τον πρόσβαλαν και τον χτύπησαν κάτι Γερμανοί στρατιώτες κι αυτό απετέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της ζωής ενός ευαίσθητου καλλιτέχνη που γερνούσε ολομόναχος... Το έργο του, χαρακτηριζόμενο από ποιητική και μουσική αρτιότητα, συνέτεινε τα μέγιστα στον "εξευρωπαϊσμό" του ελληνικού αστικού γούστου, επηρεάζοντας ταυτόχρονα πολυαριθμότατη χορεία οικτρών μιμητών...Για τον Αττίκ
Νά τι έγραψε γι' αυτόν ως "Νεκρολογία" ο Δημήτρης Μπόγρης ("Νέα Εστία", τ. 411-12: 1944): "Ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο γλυκός τραγουδιστής, που έπεσε από τις σκληρές συνθήκες της σημερινής άχαρης ζωής, δεν χάρισε μονάχα στην Ελλάδα μας περίφημα τραγούδια γιομάτα αίσθημα και ευγένεια, μα συνέβαλε με την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, την μεγάλη του μόρφωση, το σπινθηροβόλο πνεύμα του και προ παντός με την ακάματη εργατικότητά του, στην κίνησι για την ανύψωση της αισθητικής και διανοητικής στάθμης του μεγάλου κοινού, για τον εκπολιτισμό της χώρας. Γιατί αλήθεια δεν μου φαίνεται, πως θα γνωρίση στο μέλλον η πρωτεύουσα και η ελληνική επαρχία πιο ευχάριστο δροσερό και σοφό σχολείο από την "Μάνδρα" του μακαρίτη, καλού μου φίλου. Μέσα σε γέλια, σε τραγούδια, πειράγματα, καλαμπούρια, χτυπιόταν με αμείλικτο Αριστοφάνειο τρόπο ο "σνομπισμός", η ματαιοδοξία. η βλακώδης έπαρσις, η αμάθεια, η σοβαροφάνεια, η υποκρiσία, η βία, η επίδειξις του πλούτου. Ο ατσαλάκωτος ρωμιός, που σκότωνε το συγγενή του και το φίλο του πάνω στο γλέντι, στα βαφτίσια και στους γάμους για την "παρεξήγησι", έμαθε από τότε που αποφάσισε ο Κλέων ν΄αφίση το Παρίσι και τις "μπουάτ" της Μονμάρτρης και να εγκατασταθή μόνιμα στον τόπο μας, ν΄ανέχεται το αστείο και το πείραγμα και ν' απαντάη σ' αυτά όχι με την γροθιά του και την κάμα, αλλά με τα ιπποτικά και αναίμακτα όπλα του λόγου. Όσοι παρακολουθήσανε τακτικά τις παραστάσεις του μικρού και πρωτότυπου θεάτρου του "Αττίκ", θα θυμούνται τα ωραία και χαριτωμένα επεισόδια με τις ευέξαπτες παρέες και τους θαυμαστούς διαξιφισμούς του Αττίκ μαζί τους. Μονοκόμματοι και στενοκέφαλοι επαρχιώτες, ρηχοί και επηρμένοι "σνομπ", φουσκωμένοι σαν Ινδιάνοι άνθρωποι των όπλων, ψευτομορφωμένοι, ταρτούφοι με την ηθικολογία και την καλή συμπεριφορά υπό μάλης μόλις τολμούσαν να σηκώσουν το κεφάλι τους και να διαταράξουν την ατμόσφαιρα της μάνδρας, παρεδίδοντο χάρις στη διανοητική υπεροχή του Αττίκ απογυμνωμένοι από κάθε λεοντή, στην άγρια πρόγκα του κοινού. -'Κάτσε κάτω κρύε', ακουγόταν σαν δίκαιη διαμαρτυρία η φωνή του πλήθους.Και ο οποιοσδήποτε ταραξίας με κλονισμένο πια το ηθικό ή αποχωρούσε ή καθότανε ταπεινωμένος, πειθαρχημένος ... Η συμβολή του στον καλλιτεχνικό τομέα είναι αφάνταστα μεγάλη για το τόπο. Σε εποχή που οι διάφοροι ταγκογράφοι μας και άλλοι μουσουργοί και στιχογράφοι μας τάχαν βάλει με τη γυναίκα - θυμόσαστε την ωραία αυτή εποχή που τα τραγούδια μας θύμιζαν λιγάκι τους καννιβάλους "Θα σ' εκδικηθώ", "Θα μου το πληρώσης", "Σούπα μην ξαναμπλέξης με τη γυναίκα" κ.λπ. - οι συνθέσεις του Αττίκ ολόκληρα δικές του, αφού τους στίχους και τη μουσική τα έγραψε ο ίδιος, ερχόντουσαν σαν ειδυλλιακό τοπίο φωτισμένο από το γλυκύτερο φως του αισθήματος, να μας ξεκουράσουν από τα βάσανα και τις πίκρες της ζωής και να μας θυμίσουν πόσο πολύτιμος είναι για μας τους άντρες ο σύντροφος της ζωής μας, η γυναίκα ...". (Περισσότερες πληροφορίες, μπορεί να αντλήσει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης από το βιβλίο για τον «Αττίκ» της [[[Δανάη]]ς Στρατηγοπούλου]]).Πηγή: http://www.musipedia.gr
Νίκος Γούναρης
(Ζαγορά, 1915 - Αθήνα 5.5.1965): ο μέγιστος των "τροβαδούρων" της μεταπολεμικής ελαφράς ελλ. μουσικής δεν ήταν μόνο λαμπρός τραγουδιστής, αλλά και αξιόλογος συνθέτης τραγουδιών. Στο διάστημα της ακμής του (1944-1964) τραγούδησε (με την κιθάρα του στα χέρια) εκατοντάδες τραγούδια, ενθουσιάζοντας τόσο τους συμπατριώτες του στο εσωτερικό όσο και την απανταχού Ομογένεια.
Σταδιοδρομία
Αρχικά αναφέρεται ως "γέννημα-θρέμμα" της Ζαγοράς Πηλίου. Γύρω στο 1930 πήγαινε συχνά στο Βόλο με τον πατέρα του (που έπαιζε μαντολίνο) και τραγουδούσαν ντουέτο (Δημ. Κότταλης). Μετά, τον συναντάμε ως βαρκάρη στο λιμάνι της Κέρκυρας. Εκεί τον άκουσε ο Αλ. Ζαμάνος (που ήταν επαγγελματίας κιθαρίστας) και τον πήρε μαζί του στη Λευκάδα. Έτσι, ο Γούναρης άρχισε την καλλιτεχνική του καριέρα από την πλατεία της Λευκάδας, τραγουδώντας στο τότε ζαχαροπλαστείο Δελέζα (1936). Παράλληλα μετείχε στη Μαντολινάτα του "Ομίλου Φιλοπρόοδων Νέων", παίζοντας μαντολίνο. Λίγο πριν τον Πόλεμο πήγε στην Αθήνα και άρχισε να εμφανίζεται σε Kέντρα, ενώ τότε κυκλοφόρησε και τον πρώτο του δίσκο "Ήθελα νά 'μουνα Αδάμ". Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πρωτοπήγε στις ΗΠΑ και εμφανίστηκε σε διάφορα διάσημα Κέντρα και Θέατρα, μεταξύ των οποίων και στο Κάρνεγκυ Χωλ. Από τότε πηγαινοερχόταν στην Αμερική, κεντώντας "ένθεν και εντεύθεν" του ωκεανού τον αξέχαστο θρύλο του. Tραγούδησε με μεγάλη επιτυχία στου "Καλαμπόκα". Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, από μικρός είχε την ατυχία να μείνει ανάπηρος (όταν ένα κάρο πάτησε και έλειωσε τα δάχτυλα του ποδιού του). Το 1946 υποβλήθηκε στην πρώτη ορθοπεδική εγχείριση και η κατάσταση βελτιώθηκε μεν, αλλά δεν αποκαταστάθηκε και τον ταλαιπωρούσε συνεχώς (ώσπου το 1965 φαίνεται ότι --και λόγω ζάχαρου-- εξελίχθηκε σε γάγγραινα...).Έργο
Από τα δεκάδες δημοφιλή τραγούδια που έγραψε (τα περισσότερα εμπνευσμένα από παθιασμένο έρωτα προς τη γυναίκα του Βαλεντίνη Χαραλαμπίδου) σταχυολογούμε τα κυριότερα: "Σουσουράδα", "Αυτός ο άλλος", "Ποιος σε πήρε και μού 'φυγες", "Και τί δε θα 'δινα να σε 'κανα δική μου", "Όμορφη Αθήνα", "Σε είδα να κλαδεύεις", "Πες μου πώς θα μπορέσω να σε ξεχάσω", "Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια", "Ούτε γι' αστείο μην το λες, ούτε γι' αστείο", "Όσο σ' αγαπώ δεν μ' αγαπάς", "Σκαλί καλέ μου σκαλί", "Μη σε τρομάζουν τα γκρίζα μαλλιά μου", "Άνοιξη", "Για τις γυναίκες ζούμε", "Αχ αυτά τα μάτια σου", "Κο-κο-κό!", "Το τραγούδι της Αθήνας" (1948), "Τώρα που σε γνώρισα", "Mη μου παραπονιέσαι", "Όταν γελάς", "Μα γιατί νά 'ναι όνειρο", «Γύρνα πάλι αγάπη μου», «Ρίνα, ρίνα, Κατερίνα, όμορφή μου καρδερίνα», "Ο κόσμος άλλαξε", "Τρία χρόνια περάσανε", "Ας ήταν λίγο να μ' αγαπούσες", "Πώς περνούν τα χρόνια, πώς περνούν", «Aλλάχ» (ή «Το κλάμα του μουεζίνη»), «Τρίζει, τρίζει ο αργαλειός σου», «Ο καπετάνιος», "Ένα βράδυ πού 'βρεχε", "Ο γανωτζής", "Εγώ σε φίλησα για πρώτη φορά", "Καληνύχτα αγαπούλα μου γλυκειά", "Πειραία μου, Πειραία μου", "Ένα σπιτάκι ονειρεύομαι να χτίσω", "Για την απονιά σου", "Θυμήσου κάποτε πόσο αγαπιόμαστε", "Μού 'πες πως μ' αγαπάς κι ήτανε ψέμμα", "Το γιασεμί στο στήθος σου", "Στάλα-Στάλα", "Το παλιό το ταβερνάκι", "Γλυκά μου μάτια", "Πού νά 'σαι τώρα αγαπημένη", "Θά 'θελα", "Άγιε μου Γιώργη Λυκαβηττέ μου", κ.λπ. Ο Κώστας Μυλωνάς μας πληροφορεί ότι ο Γούναρης έγραψε κι ένα "πολιτικό" τραγούδι με τίτλο "Το Χαϊδάρι" (στιχοι Κ. Κοφινιώτη), που όμως, λόγω Ραδιοφωνικής λογοκρισίας, δεν μεταδόθηκε ποτέ και έτσι δεν έγινε γνωστό. Επίσης, ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης γράφει ότι ο Γούναρης (με το ψευδώνυμο Νίκος Κουρνάζος) έγραφε και λαϊκά τραγούδια, όπως «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα» και «Φίνα τά `χεις καταφέρει». Τέλος ο Λευτέρης Καβούκης αναφέρει ότι το τελευταίο τραγούδι του Γούναρη, που δεν πρόλαβε να γυριστεί σε δίσκο, είχε τίτλο "Τρέχουνε τα σύννεφα". Σε αναγνώριση εξαίρετων καλλιτεχνικών υπηρεσιών, οι Έλληνες της Αμερικής έστησαν στην Αθήνα την προτομή του έξω από τον Άγιο Γεώργιο (στη Λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του Παραδείσου Αμαρουσίου). Μετά το θάνατό του έχουν κυκλοφορήσει πλήθος LP δίσκοι και "άλμπουμ" με τη φωνή και τα τραγούδια του.Πηγή: http://www.musipedia.gr/
Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
Πέμπτη 28 Απριλίου 2011
Συνέντευξη του Δαυίδ Ναχμία
“Κάποια τραγούδια θυμάμαι τα άκουγα στην παιδική κι εφηβική μου εποχή, δεν έμοιαζαν με όλα τ' άλλα, τ' αφελή που έπαιζε το κρατικό ραδιόφωνο. “Θα ακούσετε τώρα ένα τραγούδι του Αττίκ με την Κάκια Μένδρη”. Και μου προκαλούσε μια περιέργεια κι ένα μυστήριο το παράξενο όνομα Αττίκ. ΄Αλλον ήχο είχαν αυτά τα τραγούδια. Ευγενικό, τρυφερό, με μια γλυκιά μα και περήφανη μελαγχολία. Έμοιαζαν βροχούλα σιγανή σε άνυδρες ψυχές. Και τα λόγια τους δραματικές ιστορίες, θλιμμένα παραμύθια, δραματικά μονόπρακτα. Η παπαρούνα που κάηκε στο κόκκινο της ομορφίας της, τα τελευταία γιασεμιά που ξεχάστηκαν στου χωρισμού το τραπέζι...”, Δαυίδ Ναχμίας.
“Καλησπέρα Αθήνα...”

Ζει σ' ένα ισόγειο στα σύνορα Χολαργού- Παπάγου, από την τζαμαρία του φαίνονται λουλούδια & δεντράκια. Δηλώνει γέννημα θρέμμα της περιοχής, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στη Βομβάη, όπου έζησε τις 28 πρώτες ημέρες της ζωής του...
Το σπίτι μετατρέπεται συχνά σε studio μουσικών προβών. Έχει εργένικη αύρα & είναι λιτό. Σε περίοπτη θέση βρίσκεται το πιάνο, ενώ ολόγυρα παρατηρώ δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες παρτιτούρες. Πρόκειται για παρτιτούρες – θησαυρούς, μας εξηγεί. Φιλόξενος, ευγενικός, αφάνταστα ευρηματικός και πηγαίος στο ιδιαίτερο χιούμορ του, ο μουσικός Δαυίδ Ναχμίας μας πρόσφερε δύο ώρες συνέντευξης με πυκνούς σταθμούς σε χωροχρόνους εποχών & ανθρώπων. Στην Αθήνα της Ομόνοια Place, στην Ελλάδα της οικονομικής δυσπραγίας & στην επαύριο της μουσικής αισιοδοξίας. Τιμής ένεκεν, λοιπόν...
Συνομιλία με τις συνθέσεις Αττίκ, Γούναρη, Σουγιούλ
Η σπουδή του Δαυίδ Ναχμία πάνω στα κορυφαία ονόματα Ελλήνων συνθετών από τις αρχές του περασμένου αιώνα δεν στάθηκε τυχαία. Αντίθετα, προέκυψε μέσα από εσωτερικές ζυμώσεις και κατάλληλες εξωτερικές συγκυρίες. “Κάποια στιγμή το 2000 αποφάσισα να βρω την ταυτότητά μου, ώστε να μην είμαι μια... “περιπλανώμενη γενικότητα”, εξηγεί με χαμόγελο και προσθέτει: “Τότε εμφανίστηκε κάτι αθόρυβο. Εκείνη την εποχή ήμουν Μουσικός Διευθυντής στην εκπομπή “Όπως μας αρέσει” της ΕΡΤ. Τότε η Δήμητρα Γκουντούνα, παρουσιάστρια της εκπομπής, μου είχε ζητήσει να κλείσει ο κύκλος της σαιζόν με ένα μικρό αφιέρωμα στον Αττίκ. Η εκπομπή είχε φοβερή επιτυχία και επαναληπτικότητα, καθώς προβλήθηκε περίπου δέκα φορές μέσα σε ένα καλοκαίρι. Εκεί είπα “Αχά!” (γέλια...) και διαπίστωσα πως αυτό ήθελα να κάνω στην συνέχεια. Η πρώτη συναυλία ήρθε λίγο καιρό μετά. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2001 παίξαμε στο “Παναιτώλιον”... Στη διάρκεια της συνεργασίας μου στην τηλεόραση είχα γνωρίσει έναν πολύ σπουδαίο τενόρο, τον Γιάννη Τσελεπίδη. Με τον Γιάννη Τσελεπίδη και την Μαρία Κανελλοπούλου κάναμε την αρχή. Περίπου 1.000 άτομα ήταν οι θεατές στην πρώτη συναυλιακή μας εμφάνιση. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερη. Κάπως έτσι ξεκίνησε το γαϊτανάκι”, αναφέρει.
Αυτό το γαϊτανάκι παρομοιάζει ο ίδιος σήμερα “με την αίσθηση να γλείφεις μέλι πάνω σε αγκάθια...”. ΄Ενας μουσικός με σημαντική πορεία αλήθεια, γιατί νιώθει την ανάγκη να μας μιλήσει για αγκάθια; “Υπάρχουν κάποια αγκάθια, τα οποία φράζουν τις πόρτες, τις πύλες και τις πηγές. Πρόκειται για τους απανταχού “πορτιέρηδες”, τους βλαχοδήμαρχους κ.λπ. Σταδιακά άρχισα να καταλαβαίνω πως είχαμε προσέλευση κόσμου, αλλά δεν είχαμε συναυλίες. Τότε αφουγκράστηκα τον καημό των συνθετών στις αρχές του 20ου αιώνα και κατάλαβα πόση πατριωτική υπόσταση ενέχεται μέσα σε αυτό. Παράλληλα, συνειδητοποίησα τους λόγους για τους οποίους δε μας σεβάστηκαν ποτέ οι ξένοι. Είναι αρκετά σαφές! Ουσιαστικά δε σεβαστήκαμε ποτέ εμείς οι ίδιοι το πολιτιστικό μας προϊόν. Αν κάποιος ξένος βρεθεί στην Βιέννη θα τον βομβαρδίσουν με Mozart, αν κάποιος πάει στην Κίνα θα τον βομβαρδίσουν με kung fu, όταν ένας τουρίστας έρχεται στην Ελλάδα θα τον φιλοξενήσουμε στην πλαστική καρέκλα...”. Τα συμπεράσματα μοιάζουν ίσως, ευκόλως εννοούμενα.
“...Όταν ήμουν πέντε ετών έφτασα τα χέρια μου στο πιάνο...”
Γεννήθηκε στην Ινδία το 1966, ενώ λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του έφτασε στην Αθήνα. Ο ίδιος κατοικεί ανέκαθεν – με μικρά διαλείμματα- σε Παπάγου και Χολαργό. Εκεί ξεχωρίζει τον καθαρό αέρα και την ησυχία. Ο Δαυίδ Ναχμίας περιγράφει τις ομορφιές της Αθήνας και της Ελλάδας, ενώ τις συμπυκνώνει σε πιότερο μεστές διατυπώσεις: “Πρόκειται για μια χώρα τιμωρίας. Οι πολίτες είναι καταδικασμένοι να ζουν στο πιο όμορφο σημείο της γης και δεν μπορούν να το απολαύσουν. Η ιστορία άλλωστε μας παραδίδει τα πιο τρανά διδάγματα. Μας μαθαίνει πως θανάτωσαν ή τιμώρησαν προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης, ο Θουκυδίδης κ.ο.κ. Ρωτώ αν ο ίδιος διακρίνει πρόσφατα παραδείγματα αντίστοιχης “τιμωρίας” και ο Δαυίδ Ναχμίας απαντά: “ο Σκαλκώτας αποτελεί το εναργέστερο παράδειγμα. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο συνθέτη που γνώρισε η Ελλάδα. Επομένως είμαστε σίγουρα μια χώρα τιμωρίας. Αν το καλοσκεφτούμε η χώρα μας θυμίζει μια μηχανή γκαζόν, η οποία επιδιώκει να κουρέψει όλα τα κεφάλια στο ίδιο ύψος. Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως στην Ελλάδα στόχος είναι να πετύχουμε το χειρότερο επίπεδο και η προσπάθεια όσων θέλουν να αντισταθούν σε αυτό το δόγμα φτάνει -βίαια- ως μια μέτρια στάθμη πραγμάτων”.
Πιάνο ξεκίνησε σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Μουσικές καταβολές στην οικογένεια υπήρχαν, δεδομένου πως ο παππούς και συνονόματός του, ο στρατιωτικός Δαυίδ Ναχμίας ήταν... Αρχιμουσικός στο Στρατό! “Ψάχνοντας να ανακαλύψω τα origins, βρήκα γαλλικά chancons. Δεν είναι τυχαίο πως από την ηλικία των 0 εώς και 5 ετών το παιδί εισπράττει και “ρουφά” εικόνες, εντυπώσεις, σκέψεις. Τα στοιχεία αυτά θα ανακυκλώσει στην υπόλοιπη ζωή του. Το νανούρισμα που τραγουδά η μαμά στην κούνια θα σε συντροφεύει ως τον θάνατο... Πιστεύω επομένως, πως οι σημερινές μου μουσικές διαδρομές, έχουν βαθιές ρίζες”.
Οι συναυλίες στην Τεχνόπολη, τα φουγάρα στο Γκάζι, ο καπνός της αναπόλησης
Την περασμένη Τρίτη βρισκόμουν ανάμεσα στους θεατές της παράστασης “Καλησπέρα Αθήνα” στο αμφιθέατρο του 9.84 στο Γκάζι. Μελωδίες και στίχοι από την εποχή του Μεσοπολέμου, ελληνικά ταγκό και η ατμόσφαιρα μιας νοσταλγικής εποχής σε μια Αθήνα από τα παλιά ζωήρεψαν μέσα από το πιάνο του Δαυίδ Ναχμία, το ακορντεόν, την τρομπέτα, το κλαρινέτο, το φλάουτο, το σαξόφωνο και το βιολί. Δύο ώρες ο Αττίκ, η Βέμπο, ο Σουγιούλ, ο Νίκος Γούναρης, ο Σακελλάριος και ο Γιαννίδης ταξίδεψαν από τις νότες της εποχής στους θεατές του σήμερα. Η αύρα τους άγγιζε άλλοτε τις μπροστινές κι άλλοτε τις πίσω θέσεις, ενώ εναλλάσσονταν στις σιωπές της συγκίνησης πριν από το χειροκρότημα που πλημμύριζε τρυφερά την αίθουσα.
Μια δεμένη παρέα μουσικών με τον Δαυίδ να διευθύνει τις παρτιτούρες μέσα από τις νότες του πιάνου του. Πειράζονταν μεταξύ τους, χαμογελούσαν με αθωότητα. “Σπάνιο!”, σκέφτηκα σιωπηρά. Λίγες ημέρες μετά ομολογώ στον Δαυίδ τις σκέψεις μου. Ο ίδιος εξηγεί: “Ως στρατολόγος στην μουσική μας ομάδα τα μάτια μου είναι στραμμένα στις ψυχές. Θέλω κοντά μας πρωτίστως ωραίους ανθρώπους. Τι να σημαίνει αυτό; Ανθρώπους οι οποίοι χαίρονται απλά με την χαρά. Ξέρεις, την χαρά και την ευτυχία ο άνθρωπος τη διαχειρίζεται δύσκολα. Ο “πόλεμος της ειρήνης”, ο οποίος ξεσπά καθημερινά γύρω μας σήμερα, συνιστά το πιο “μουλωχτή” συνθήκη που έχει υπάρξει ως και σήμερα. Οι άνθρωποι φοβούνται και αγωνιούν μήπως ανοίξουν οι “ασκοί του Αιόλου” και συνειδητοποιήσουν ότι τόσα χρόνια κοιτάζαμε το ταβάνι και χάναμε τον ουρανό! Στις πρόβες τυχαίνει κάποιος μουσικός να αργήσει, κάποιοι να είναι περισσότερο συνεπείς κ.ο.κ. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Εγώ επιθυμώ να μην οιωνίζεται η ατμόσφαιρα της πρόβας μου με σκόρπια ή παράταιρα στοιχεία, με ενδιαφέρει να μη χαλάσει το κλίμα μεταξύ μας, να κινούμαστε στην ίδια παράλληλο! “Εν το παν” υποστήριζαν οι αρχαίοι πρόγονοι... ”.
Στις δύο ξεχωριστές φετινές παραστάσεις “Καλησπέρα Αθήνα” και “Απ' το ρετρό στο μιούζικαλ” ο Δαυίδ Ναχμίας και οι μουσικοί παρουσίασαν εβδομήντα περίπου μουσικά κομμάτια! Η προεργασία των συναυλιών ανήκει φυσικά στον Δαυίδ, ο οποίος μελέτησε και έγραψε αμέτρητες παρτιτούρες. Ο ίδιος μας εξηγεί πως μελετά 3- 4 ώρες καθημερινά, ενώ η προσωπική του ψυχανάλυση πραγματοποιείται πάνω από παρτιτούρες, ώρες ατέλειωτες. Για καλή του τύχη μάλιστα, οι γείτονες μοιάζουν να απολαμβάνουν τον μουσικό τους συγκάτοικο, καθώς σπάνια παραπονιούνται...
“Η τηλεόραση κοιμίζει, το διαδίκτυο είναι ο εφαρμοσμένος κομμουνισμός”
Ο Δαυίδ Ναχμίας αποτέλεσε έναν από τους ανθρώπους-κλειδιά πίσω από τις ποιοτικές εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης των τελευταίων χρόνων. Από το 2001 ως και το 2005 ήταν οι “Ιχνηλάτες”, ενώ από το 2005 και έπειτα η εκπομπή τιτλοφορήθηκε “Τιμής ένεκεν”. “Μετά από δέκα χρόνια δουλειάς ως δημοσιογράφος, ομολογώ πως νιώθω καλύτερος άνθρωπος. Γνώρισα πολλά, διάβασα πάρα πολύ και κυρίως αγάπησα περισσότερο τους ανθρώπους...”, δηλώνει στα “Τοπικά νέα” και θυμάται συνεντεύξεις με την Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, αμέτρητους ποιητές και μουσικούς... “Επιχείρησα μια βουτιά στην ποίηση! Διάβασα ελληνική ποίηση και σύγχρονους ποιητές, πήγαινα στις συνεντεύξεις καλά διαβασμένος!”.
Χαρακτηρίζει την τηλεόραση ως την “κτήση των ακτημόνων”, ενώ περιγράφει το διαδίκτυο μιλά με ανταύγειες δημοκρατικότης επιρροής. “Το διαδίκτυο είναι ο υπαρκτός κομμουνισμός. Εκεί έχεις την επιλογή να δεις ή να εισπράξεις αυτό που θες. Σε βοηθά πραγματικά να σκεφτείς όπως θέλεις εσύ!”. Συζητώντας περί κουλτούρας ωστόσο, ο ίδιος μας εξηγεί πως “κουλτούρα είναι τα πάντα! Είναι αυτό που μένει όταν ξεχάσεις αυτό που έκανες... Υπάρχουν δάσκαλοι γύρω μας. Δασκάλα είναι και η Μενεγάκη ή η Ρούλα Κορομηλά, δάσκαλος είναι και ο Αξελός, ο Παπαγιώργης, ο Ευγένιος Αρανίτσης. Εσύ θα επιλέξεις τους δασκάλους σου, η γνώση έρχεται και επικάθεται. Όταν συνομιλούσα με τον Τσαγκάρη σε μια συνέντευξη, ο ίδιος μου ανέφερε πως απέκτησε παιδεία από τον τρόπο που κοιτούσε τον Ρίτσο να ανάβει την πίπα του κ.ο.κ.... Κάποτε πάλι, άκουσα κάποιον να οριοθετεί το ταλέντο. Ο ίδιος εξηγούσε πως το ταλέντο δεν είναι ταλέντο, είναι περιπέτεια. Αργά ή γρήγορα διαπίστωσα πως υπάρχουν γύρω μας θησαυροί, κατάλαβα τις συγχορδίες και την ποίηση... ”.
“Ποιος τολμά να μιλά για κρίση σήμερα;”
Περί κρίσης ο Δαυίδ Ναχμίας σχολιάζει: “Ποιος ανισόρροπος τολμά να μιλά για κρίση σήμερα; Ποιος τολμά να μιλήσει αν δεν έχει δει τουμπανιασμένα σώματα να στοιβάζονται νεκρά το ένα πάνω στο άλλο; Το 1941 ήταν μια εποχή κρίσης. Το Ημερολόγιο Κατοχής του Ιωάννου περιγράφει ενδεικτικά, το κλίμα μιας εποχής κρίσης. Εκεί γράφεται το καθημερινό διαιτολόγιο της εποχής... “Σήμερα φάγαμε ένα φασόλι κ.ο.κ.”. Δε δέχομαι να ακούω ανθρώπους να μιλούν για κρίση. Ας πουλήσουν την τηλεόραση πλάσμα... Η τηλεόραση άλλωστε είναι η κτήση των ακτημόνων!”.
Το λυκόφως ενός φασουλή
Μιλά με γνώσεις, χαρακτηρίζει εαυτόν ως “χαρτοπόντικα” που τρυπώνει στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Η κουβέντα μαζί του είναι γοητευτική, συχνά παραθέτει επιστημονικές γνώσεις, εμπειρίες, ρήσεις. “Η ευτυχία είναι η συνεισφορά, όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς χαρά!”, λέει μεταξύ άλλων και προσθέτει “φέτος κατάλαβα πως απαραίτητη προϋπόθεση της ευτυχίας είναι η άδεια της συνεισφοράς! Αλλιώς όλα μοιάζουν με το λυκόφως ενός φασουλή, ο οποίος δεν κατάφερε να κάνει τον κόσμο να γελάσει και αποφάσισε να τον κάνει να κλάψει! Οπότε το ζήτημα είναι να μην γίνεις ένας καταπιεσμένος καλλιτέχνης. Ο Κούντερα περιέγραφε αυτούς τους ήχους των καπατπιεσμένων καλλιτεχνών σαν.... “κομμένες εξάτμισεις στην ψυχή μας. Καταπιεσμένοι καλλιτέχνες γεννιούνται όταν δεν υπάρχει αυτοσυνειδησία. Η κρίση βοηθά να καταλαβαίνουμε τις αξίες... Αξίζει ότι πραγματικά έχεις μέσα στην ψυχή σου! Όλοι λειτουργούν σαν υπάλληλοι καλοκουρδισμένοι, πρέπει να θραύσουμε το κέλυφος”.
Καλημέρα Αθήνα!
Χαρακτηρίζει την Αθήνα σήμερα “αφηρημένη, σαν μια παγκοσμιοποιημένη ολότητα που μαιμουδίζει τα ξένα πρότυπα...”. Επιλογικά τον ρωτώ σε ποιον θεατή, ο ίδιος και οι μουσικοί του απηύθυναν το φετινό καλωσόρισμα “Καλησπέρα Αθήνα!”. Ο Δαυίδ Ναχμίας μας απαντά αμέσως “σ' εκείνον που έχει καρδιά, στον θεατή που νιώθει και μπορεί να βιώσει όσα διαδραματίζονται πίσω από τον πρώτο φόνο”.
Πηγή www.e-topikanea.gr